ultimate boundedness - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

ultimate boundedness - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Bounded; Unbounded; Boundedness (disambiguation); Unboundedness

ultimate boundedness      

общая лексика

предельная ограниченность

ultimate         
ultimate adj. 1) самый отдаленный 2) последний, конечный; окончательный; ultimate result - окончательный результат 3) максимальный; предельный; ultimate load - предельная нагрузка; ultimate output - максимальная мощность 4) первичный, элементарный; основной; ultimate particle phys. - элементарная частица; ultimate analysis chem. - элементарный анализ Syn: see basic see final
ultimate strength         
  • Round bar specimen after tensile stress testing
  • Offset strain (typically 0.2%)
}}
CAPACITY OF A MATERIAL OR STRUCTURE TO WITHSTAND LOADS TENDING TO ELONGATE; RESISTS TENSION (BEING PULLED APART); MEASURED BY THE MAXIMUM STRESS THAT A MATERIAL CAN WITHSTAND WHILE BEING STRETCHED OR PULLED BEFORE BREAKING
Ultimate strength; Ultimate tensile stress; Tensil strength; Hot strength; Tensile strength; Tensile load; Tensile strengths; Tensile loading
временное сопротивление

Ορισμός

unbounded
If you describe something as unbounded, you mean that it has, or seems to have, no limits.
...an unbounded capacity to imitate and adopt the new...
His advice was always sensible and his energy unbounded.
= boundless
ADJ

Βικιπαίδεια

Boundedness

Boundedness or bounded may refer to:

Μετάφραση του &#39ultimate boundedness&#39 σε Ρωσικά